- πασσαλώνω
- πασσαλῶ, -όω, ΝΑ [πάσσαλος]μπήγω πασσάλους, στερεώνω με πασσάλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πασσαλώνω — πασσάλωσα, πασσαλώθηκα, πασσαλωμένος, μπήγω στο έδαφος πασσάλους, φράζω ή στερεώνω με πασσάλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασσάλωμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πασσαλώνω 2. το σύνολο τών πασσάλων που χρησιμεύουν για στερέωση ή σχηματισμό φράχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πασσαλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πασσάλωση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πασσαλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πασσαλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. πασσάλωσις, μαρτυρείται από το 1883 στον Ν. Θ. Σχινά] … Dictionary of Greek
πασσαλωτής — ο αυτός που μπήγει πασσάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πασσαλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Αν. Πολυζωίδη] … Dictionary of Greek
πασσάλωμα — το 1. η ενέργεια του πασσαλώνω. 2. το σύνολο των πασσάλων που χρησιμοποιούνται για τη στερέωση ή το φράξιμο: Τούτο το πασσάλωμα θα κρατήσει χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)